- παρατράχηλος
- -ον, Μ(για τους ανδριάντες τού Μεγάλου Αλεξάνδρου που φιλοτέχνησε ο Λύσιππος) αυτός που αφήνει το κεφάλι του να κλίνει προς τη μία πλευρά, που ο τράχηλός του γέρνει προς το ένα μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τράχηλος].
Dictionary of Greek. 2013.